χἀτερόπορπος

χἀτερόπορπος
ἑτερόπορπος , ἑτερόπορπος
clasped on one side
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετερόπορπος — ἑτερόπορπος, ον (Α) (για γυναικεία εσθήτα) αυτός που έχει μία μόνο πόρπη, αυτός που κουμπώνει από τη μία μόνο πλευρά («ἔσκεν ὃτ ἄζωστος χἀτερόπορπος», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πόρπη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”